- προσδέχομαι
- ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Αδέχομαι κάτι ευχαρίστωςνεοελλ.δέχομαι επιπροσθέτως|] αρχ.1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι προσεδέχετο τὸν βουλόμενον λέγειν τι», Ξεν.)3. δέχομαι ως πολίτη4. (για θηλυκό) δέχομαι το αρσενικό για συνουσία («οὐ προσδέχεται δὲ οὔτε ἡ ἵππος τὸν ὄνον οὔτε ἡ ὄνος τὸν ἵππον», Αριστοτ.)5. παραδέχομαι κατά τη συζήτηση7. επιδέχομαι («φθορὰν οὐ προσδεχόμενον [το γένος]», Πλάτ.)8. αναλαμβάνω9. προσδοκώ, ελπίζω («σῷ οἴκῳ δῶρον ποτιδέγμενος», Ομ. Οδ.)10. περιμένω με υπομονή («πάντες ὁμηγερέες ποτιδέγμενοι, ὁππότ' ἄρ' ἔλθοι Ἰδαῑος», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.